σπεκουλαρία — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια καμπανουλίδες τής τάξης καμπανουλώδη και περιλαμβάνει ποώδη μονοετή φυτά που ευδοκιμούν στην Ευρώπη και στην περιοχή τής Μεσογείου, αλλ. λεγουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ.… … Dictionary of Greek
αιθιόνημα — (aethionema).Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών ή φρυγανικών φυτών της οικογένειας των σταυρανθών. Είναι πολυετή και, σπανιότερα, μονοετή φυτά της Ευρώπης, της δυτικής Ασίας και της βόρειας Αφρικής. Έχουν φύλλα ακέραια και λειόχειλα και άνθη… … Dictionary of Greek
κιλοσία ή κίλεος — (Celosia). Γένος φυτών της οικογένειας των αμαραντωδών, με όρθιο κορμό και μακρόστενα ή ωοειδή φύλλα. Έχει πολυάριθμα μικρά άνθη με λαμπερό λευκό, κίτρινο, ρόδινο ή κόκκινο χρώμα. Υπάρχουν περίπου 60 είδη κ., τα οποία συναντώνται στις τροπικές… … Dictionary of Greek
ονωνίδα — (ononis). Γένος φυτών της οικογένειας των παπιλιονιδών ή ψυχανθών (ονωνίς). Το γένος ο. αριθμεί περίπου 70 είδη, που ευδοκιμούν στην Ευρώπη, στη δυτική Ασία και στη βόρεια Αφρική. Πρόκειται για μονοετείς διετείς ή πολυετείς πόες ή θάμνους λείους… … Dictionary of Greek
άλυσο — (alyssum). Γένος φυτών της οικογένειας των σταυρανδών. Περιλαμβάνει περίπου 100 είδη, ιθαγενή της Ευρώπης και της δυτικής Ασίας. Είναι μικρά ποώδη φυτά, μονοετή ή πολυετή. Τα φύλλα τους είναι λογχοειδή ή ωοειδή και χνουδωτά. Τα άνθη τους είναι… … Dictionary of Greek
αμάραντος — Γένος φυτών της οικογένειας των αμαραντιδών (δικοτυλήδονα), με 50 είδη που ζουν στις θερμές χώρες. Φυτά ποώδη, μονοετή ή πολυετή, αποκτούν συχνά αρκετό μέγεθος, έχουν φύλλα επαλλάσσοντα και άνθη αρρενοθήλεα ή διαφορετικού φύλου αλλά μόνοικα,… … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
αγγρέκο — (angraecum).Διάφορα καλλωπιστικά φυτά της οικογένειας των ορχιδιδών. Είναι μονοετή ή ποώδη φυτά της Μαδαγασκάρης και της τροπικής Αφρικής, με εναέριες ρίζες με τις οποίες στηρίζονται σε άλλα φυτά. Τα φύλλα τους είναι τοποθετημένα σε δύο σειρές… … Dictionary of Greek
Πολεμονύδες — (Polemoniaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των σωληνανθών. Οι π. είναι φυτά ποώδη, πολυετή ή μονοετή, με άνθη ακτινωτά. Ο κάλυκάς τους είναι σωληνοειδής ή κωνοειδής και διατηρείται και μετά την ωρίμανση των καρπών. Η οικογένεια… … Dictionary of Greek
Αλκάννα — (alkanna). Γένος φυτών με περίπου 40 είδη, ιθαγενή της Ν Ευρώπης, της Αφρικής και της Δ Ασίας. Ανήκουν στην οικογένεια των βορραγινιδών. Είναι φυτά ποώδη με πολλές διακλαδώσεις και έχουν φύλλα λογχοειδή και άνθη με 5 σέπαλα, 5 πέταλα και 5… … Dictionary of Greek